πεζικα

πεζικα
    πεζικά
    τά пехотные упражнения
    

οἱ ἀγαθοὴ τὰ π. Xen. — хорошо обученные пехотной службе


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πεζικα" в других словарях:

  • πεζικά — πεζικός on foot neut nom/voc/acc pl πεζικά̱ , πεζικός on foot fem nom/voc/acc dual πεζικά̱ , πεζικός on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικάς — πεζικά̱ς , πεζικός on foot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… …   Dictionary of Greek

  • πεζομαχία — η, ΝΑ, ιων. τ. πεζομαχίη Α [πεζομάχος] στρατ. 1. μάχη ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πεζικά στρατεύματα στην ξηρά, σε αντιδιαστολή με τη ναυμαχία 2. μάχη που έδιναν οι άνδρες τού ιππικού όταν αφίππευαν και, κατά συνέπεια, μάχονταν ως πεζοί στρατιώτες,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»